- ἐπικαιρότατα
- ἐπίκαιροςin fit timeadverbial superlἐπίκαιροςin fit timeneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικαιροτάτας — ἐπικαιροτάτᾱς , ἐπίκαιρος in fit time fem acc superl pl ἐπικαιροτάτᾱς , ἐπίκαιρος in fit time fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)